Ιπποκράτης Δασκαλάκης*
Τα τελευταία χρόνια γίνεται εκτεταμένη αναφορά στις «υβριδικές» ενέργειες της Τουρκίας εναντίον (και) της χώρας μας. Ενδεχομένως η έννοια των «υβριδικών» επιχειρήσεων να είναι ακόμη αμφιλεγόμενη ή καλύτερα να επιδέχεται αρκετών ορισμών σίγουρα όμως η Άγκυρα χρησιμοποιεί σε βάρος μας (και) τον «πληροφοριακό πόλεμο» (informationwarfare). Οι «πληροφοριακός πόλεμος/ επιχειρήσεις» περιλαμβάνουν την παραδοσιακή συλλογή πληροφοριών, την παρεμπόδιση του αντιπάλου να αποκτήσει πρόσβαση σε δικά μας κρίσιμα στοιχεία και όλες τις ενέργειες και μεθόδους που βασιζόμενες στον χειρισμό των πληροφοριών προσπαθούν να επηρεάσουν τον αντίπαλο κατά τρόπο συμβατό με τις δικές μας επιδιώξεις. Κατά κάποιο τρόπο, οι «πληροφοριακές επιχειρήσεις» έχουν σήμερα υποκαταστήσει τις «ψυχολογικές επιχειρήσεις» κάνοντας ευρεία χρήση των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών (informationandcommunicationtechnologies) και των κοινωνικών επιστημών. Αναμφισβήτητα, τα τεχνολογικά επιτεύγματα στους τομείς των επικοινωνιών είναι αυτά που έχουν καταστήσει την χρήση της πληροφορίας βασικό όργανο επηρεασμού μιας κοινωνίας.
Πράγματι, εδώ και δεκαετίες η Τουρκία διεξαγάγει «ψυχολογικές επιχειρήσεις» ή καλύτερα να χρησιμοποιούμε πλέον τον όρο «πληροφοριακό πόλεμο» σε βάρος μας. Βασικός στόχος της, πέραν της συλλογής πληροφοριών, είναι ο κλονισμός της βούλησης αντίστασης στις τουρκικές διεκδικήσεις του ελληνικού πληθυσμού και της ηγεσίας ώστε να επιτευχθούν, άνευ μείζονος σύγκρουσης, οι επιδιώξεις της Άγκυρας.
Φυσικά η Ελλάδα, όπως και κάθε προσβαλλόμενη χώρα, αντικρούει με πολλαπλές ενέργειες τις τουρκικές «προσβολές». Βασική επιδίωξη στον «πληροφοριακό πόλεμο» είναι η απόκτηση της εμπιστοσύνης του ακροατηρίου-στόχος, επιδίωξη που επιτυγχάνεται με την μακροχρόνια συνέπεια, αξιοπιστία, οικοδόμηση δεσμών ειλικρίνειας και την χρήση κατάλληλων και επίκαιρων «μηνυμάτων». Ως γνωστόν όμως σε μια αντιπαράθεση δεν αρκεί η χρήση αμυντικών μέσων και η άφεση της πρωτοβουλίας στον αντίπαλο έχει ολέθριες συνέπειες.
Η ανάληψη «επιθετικών» ενεργειών στον τομέα του «πληροφοριακού πολέμου» φαίνεται επιβεβλημένη. Ήδη η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση έχει κλιμακωθεί σε όλα τα πεδία, ενίοτε με αξιοσημείωτη ένταση και κάθε προσπάθεια αυτοσυγκράτησης φαίνεται μάταιη και άσκοπη. Είναι βέβαιο ότι ο κάθε αντίπαλος, αργά ή γρήγορα, αντιλαμβάνεται την εναντίον του ενάσκηση «πληροφοριακών επιχειρήσεων» γεγονός που κλιμακώνει (συνήθως) την ένταση. Κατά συνέπεια, να είμαστε σίγουροι, ότι οποιαδήποτε ενέργειες μας θα γίνουν αντιληπτές από την Άγκυρα, γεγονός που (μάλλον) θα εντείνει τις δικές της αντιδράσεις. Ο παράγοντας της εκατέρωθεν κλιμάκωσης πρέπει να ληφθεί υπόψη συναξιολογούμενος με τους κινδύνους που προκύπτουν από τη συνεχόμενη παθητική-αμυντική στάση μας. Φυσικά και η κάθε πλευρά μιας αναμέτρησης έχει τα δικά της ασθενή σημεία που θα τύχουν εκμετάλλευσης από τον αντίπαλο.
Ο αντίπαλος μας, παρά την προσπάθεια απόκρυψης των τρωτών του σημείων, είναι ευπρόσβλητος σε «πληροφοριακές επιχειρήσεις». Το καθεστώς του «σουλτάνου», παρά την υψηλή δημοτικότητα που ακόμη διαθέτει, έχει εξαπολύσει απηνείς διωγμούς σε βάρος σημαντικών και πολυάριθμων ομάδων της χώρας. Η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, τομέας που στο παρελθόν ενίσχυε την εκλογική υποστήριξη του ΑΚΡ, φαίνεται να κλονίζεται εξαιτίας μιας σειράς άστοχων επιλογών. Η εμπλοκή σε αβέβαιες περιφερειακές συγκρούσεις με ανάλογες απώλειες, παράλληλα με το χρονίζον κουρδικό πρόβλημα, δημιουργούν έντονες ανησυχίες στην τουρκική κοινωνία. Η προσπάθεια ανάδειξης σε περιφερειακή δύναμη σίγουρα ενθουσιάζει τις μάζες αλλά οι συνεχόμενες τριβές με σωρεία χωρών και μια προβληματική εξάρτηση από την Ρωσία με ταυτόχρονη απομάκρυνση από παραδοσιακούς «συμμάχους» δημιουργούν προβληματισμούς. Ακόμη και η αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid-19 μπορεί να δημιουργήσει χώρο για αμφισβήτηση της ορθότητας των ενεργειών του κυβέρνησης του «σουλτάνου» και του αλάθητου των επιλογών του. Όλα τα παραπάνω θέματα (και πολλά άλλα) μπορούν να τύχουν εκμετάλλευσης από πλευράς των ημετέρων «πληροφοριακών επιχειρήσεων» με στόχο, μεσοπρόθεσμα, τον κλονισμό της εμπιστοσύνης προς τους χειρισμούς της ηγεσίας και μακροπρόθεσμα την εμπέδωση της εικόνας του ανώφελου της συνέχισης της αναθεωρητικής πολιτικής. Η εκμετάλλευση όμως αυτή απαιτεί εκ μέρους μας, συνέπεια, συνέχεια, επιμονή, χρήση εξειδικευμένου προσωπικού και πόρους.
Φυσικά και η έκβαση αυτής της αντιπαράθεσης είναι άγνωστη καθώς ουδείς μπορεί να εγγυηθεί την αντίδραση μιας κοινωνίας και της ηγεσίας της σε ανάλογες ενέργειες και επιπρόσθετα ενέχει τους κινδύνους που προαναφέραμε. Παράλληλα παραμένει και το καίριο ερώτημα: Τι Τουρκία θέλουμε και κατά πόσο η διαιώνιση του Ερντογάν και της απροκάλυπτης επεκτατικής και αναθεωρητικής πολιτικής του εξυπηρετεί καλύτερα τα ελληνικά συμφέροντα αντί μιας περισσότερο επιτήδειας και αθόρυβης προσέγγισης όπως αυτής της απελθούσης στρατογραφειοκρατείας;
Σίγουρα δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις ούτε και βεβαιότητες. Εκτιμώ όμως ότι η πραγματικότητα δεν μας αφήνει πολλές επιλογές και μας ωθεί στην κλιμακωτή αντίδραση και στην ανάληψη τολμηρών δράσεων -σε όλα τα επίπεδα- με το ανάλογο ρίσκο. Σε τελευταία ανάλυση όταν κάθε μέρα βρίσκεσαι σε κατάσταση ακήρυκτου πολέμου δεν μπορείς παρά να αξιοποιήσεις όλο σου το «οπλοστάσιο» και σήμερα η αξιοποίηση της πληροφορίας είναι αποτελεσματικότατο «όπλο».
*O Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι αντιστράτηγος ε.α.